- ορθοπόρος
- ὀρθοπόρος, -ον (Α)αυτός που πορεύεται κατευθείαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. πρωτο-πόρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρθοπόρου — ὀρθοπόρος in a straight course masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοπόρους — ὀρθοπόρος in a straight course masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek